Με εξαιρετική αιτιολογία δημοσιεύθηκε από το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών απόφαση επί ανακοπής εντολέων μας, η οποία ακύρωσε την εκδοθείσα διαταγή πληρωμής ποσού περίπου 180.000 ευρώ.
Με την απόφαση, έγινε δεκτός λόγος ανακοπής που αφορούσε σε πλημμέλειες της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής και συγκεκριμένα, στην αοριστία του ποσού της απαιτήσεως λόγω του περιορισμού αυτού, για την οποία εκδόθηκε εκ μέρους της δανείστριας.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 624 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, προκειμένου να εκδοθεί διαταγή πληρωμής θα πρέπει η απαίτηση να μην εξαρτάται από αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και να είναι ορισμένο το οφειλόμενο ποσό χρημάτων ή χρεογράφων, δηλαδή να είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη. Η αναφορά ειδικότερα στη διαταγή πληρωμής του καταβλητέου ποσού χρημάτων απαιτείται προκειμένου η σχετική απαίτηση να είναι εκκαθαρισμένη κατά την έννοια του άρθρου 916 ΚΠολΔ και να μπορεί, έτσι, η διαταγή πληρωμής να λειτουργήσει πράγματι ως εκτελεστός τίτλος κατ’ άρθρο 904 παρ. 2 περ. ε’ του ίδιου Κώδικα. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 628 παρ. 1 περ. α΄ ΚΠολΔ, ο δικαστής οφείλει να μην εκδώσει διαταγή πληρωμής και να απορρίψει τη σχετική αίτηση στην περίπτωση που δεν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις, εάν δε παρά την έλλειψη την εκδώσει, αυτή ακυρώνεται ύστερα από ανακοπή του οφειλέτη κατά τα άρθρα 632 και 633 ΚΠολΔ. Λόγοι ανακοπής τυγχάνουν όλες οι ενστάσεις που καταλύουν τόσο τον τίτλο, όσο και το δικαίωμα του δανειστή που βεβαιώνεται με τη διαταγή πληρωμής, και ειδικότερα οι ενστάσεις που αναφέρονται στην έλλειψη προϋποθέσεων που τίθενται από τα άρθρα 623 και 624 ΚΠολΔ για την έκδοση της διαταγής πληρωμής καθώς και όσες αναφέρονται στη μη ισχύ του δικαιώματος που επικαλείται ο δανειστής και βεβαιώνεται με τη διαταγή πληρωμής.
Περαιτέρω, ο περιορισμός του αιτήματος, όταν τούτο συντίθεται από περισσότερα κεφάλαια ή κονδύλια, όπως σε περίπτωση απαίτησης από κατάλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού ή από σύμβαση δανείου[1], είναι παραδεκτός μόνο όταν διευκρινίζεται σε ποια κονδύλια αφορά ή όταν περιορίζεται αναλόγως κατά ποσοστό του όλου αιτήματος και επέρχεται με τον τρόπο αυτόν αντίστοιχη μείωση όλων των κονδυλίων προκαλείται αοριστία[2].
Κατά τις κρίσιμες σκέψεις της απόφασης: «… Στην ανακοπτόμενη δηλαδή δεν προσδιορίζεται ποιο από το ενιαία επιδικαζόμενο ποσό των 176.523 ευρώ αντιστοιχεί το αρχικό κεφάλαιο, ποιο ποσό αφορά τους κεφαλοποιημένους τόκους, ποιό ποσό επιδικάζεται ως έξοδα και ποιο ποσό από τους κεφαλοποιημένους τόκους αντιστοιχεί σε έξοδα, καθιστώντας την απαίτηση μη σαφή και μη εκκαθαρισμένη και ως εκ τούτου άκυρη. Ήτοι, με την από 23-06-2022 αίτηση της, η καθ’ ης η ανακοπή αιτήθηκε την έκδοση διαταγής πληρωμής για το ποσό των 176.523 ευρώ, πλέον συμβατικών τόκων υπερημερίας από επομένη της τελευταίας ημερομηνίας υπολογισμού των τόκων, ήτοι την 24-07-2019 και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Πλην όμως, ο περιορισμός της απαίτησης κατά τον προπαρατιθέμενο τρόπο έλαβε χώρα όλως αορίστως, δίχως δηλαδή να προσδιορίζεται και να εξειδικεύεται σε τι αφορά αυτός το περιορισμός), ώστε να καθίσταται σαφές για ποια ακριβώς κονδύλια, από τα οποία απαρτίζεται η συνολική απαίτηση, εκδόθηκε η υπό κρίση διαταγή, με αποτέλεσμα να είναι ανεκκαθάριστη (ίδ. και ΑΠ 1773/2001, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 399/2020, ό.π., καθίσταται αυτή δημοσιευμένη στην ΕφΑθ 4901/2000, δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΛαμ 37/2022, ΜΠρΠειρ 2/2021, ό.π.). Και τούτο, διότι, υπό το πρίσμα και των νομικών σκέψεων που προηγήθηκαν, εφόσον η ένδικη συνολική απαίτηση συντίθεται από περισσότερα διαφορετικά επιμέρους κονδύλια, όπως κεφάλαιο, τόκους και λοιπά έξοδα, θα έπρεπε κατά τον περιορισμό του συνολικού αιτήματος να διευκρινίζεται ποια κονδύλια περιλαμβάνονται στην εκδοθείσα διαταγή πληρωμής και εξοπλίζονται με εκτελεστό τίτλο ή έστω να διαλαμβάνεται αναλογικός περιορισμός του όλου αιτήματος που θα οδηγούσε σε σύμμετρη ποσοστιαία μείωση εκάστου κονδυλίου, προκειμένου να είναι αρκούντως ορισμένος ο περιορισμός και να μην επιφέρει τη μετάπτωση της απαίτησης σε ανεκκαθάριστη. Δέον όπως σημειωθεί, σε συνέχεια των όσων ήδη εκτεθέντων, πως η καθ’ ης, ενόψει της διαθετικής αρχής που καθιερώνει το άρθρο 106 του Κ.Πολ.Δ., δεν εμποδίζεται να ζητήσει την έκδοση της διαταγής πληρωμής, όχι για το σύνολο, παρά για μέρος μόνο της χρηματικής απαίτησης της κατά των οφειλετών, ακόμη κι αν τα έγγραφα που προσκομίζει αποδεικνύουν ολόκληρη την απαίτηση, ο δε περιορισμός της αίτησης σε μέρος μονάχα της απαίτησης της, αποτελεί ενάσκηση της δικονομικής της ευχέρειας και δεν απαιτείται να αιτιολογείται ειδικά. Παρά ταύτα, ο τρόπος με τον οποίο περιορίστηκε το αίτημα, οδήγησε σε αοριστία του δικογράφου της αίτησής και κατέστησε ανεκκαθάριστη την εξοπλισθείσα με διαταγή πληρωμής, απαίτηση. Δεν δύναται άλλωστε να θεωρηθεί πως υφίσταται αναλογικός περιορισμός όλων των κονδυλίων – κατά σύμμετρη ποσοστιαία αναλογία (βλ. σχετικά και ΟλΑΠ 30/2007, αναφορικά με τον περιορισμό του αιτήματος της αγωγές, στον αυτή περιλαμβάνει περισσότερα κεφάλαια ή κονδύλια), ενώ δεν τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής ούτε το άρθρο 123 του Α.Κ. (ίδ. ΕφΠειρ 399/2020, ό.π.).
[1] ΑΠ 161/2020, δημοσιευμένη στον ιστότοπο «www.areiospagos.gr», АП 999/2019, δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Σ. Πανταζόπουλος, Η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, 2016, 248, Βερβερίδης, Σύμβαση πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό, 2009, 309-310
[2] ΟλΑΠ 30/2007, ΑΠ 971/2013, 25/2013, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 399/2020, δημοσιευμένη ιστότοπο στον www.efeteio- peir.gr», ΠρΓιανν 8/2022, δημοσιευμένη στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, με εκεί περαιτέρω παραπομπές, ΜΠΑ 442/2023, δημοσιευμένη.