Απαλλαγή για νομιμοποίηση εσόδων προερχόμενων από αποδοχή εικονικών τιμολογίων.
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών υιοθετώντας και την Εισαγγελική πρόταση έκρινε να μην γίνει κατηγορία κατά του κατηγορούμενου για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα, καθώς η πρότερη πράξη (βασικό αδίκημα) της αποδοχής εικονικών τιμολογίων τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για διάπραξη φοροδιαφυγής, έχει καταστεί ανέγκλητη.
Συγκεκριμένα το Συμβούλιο έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες συνιστά έγκλημα υπαλλακτικώς μικτό και σκοπού (έγκλημα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), ο οποίος συνίσταται στην επιδίωξη απόκρυψης ή της συγκάλυψης της προέλευσης της περιουσίας ή της παροχής συνδρομής σε οποιονδήποτε εμπλέκεται σε εγκληματικές δραστηριότητες προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες των πράξεών του (ΑΠ 1611/2007 ΠοινΧρ ΝΗ΄, 527), η δε τέλεση του βασικού εγκλήματος αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της νομιμοποίησης (ΑΠ 1433/2008, ΑΠ 1432/2008 ΠοινΔικ 2009, 367). Το βασικό έγκλημα, το οποίο αναγκαίως ερευνάται παρεμπιπτόντως, δεν πρέπει να εικάζεται ή να πιθανολογείται, αλλά πρέπει να προσδιορίζεται επαρκώς και να εξατομικεύεται ως προς τον χρόνο και τους δράστες αυτού, έστω κι αν δεν έχει ασκηθεί ποινική δίωξη ούτε απαγγέλθηκε κατηγορία, μη αρκούσης εικασίας ή πιθανολόγησης αυτού (ΑΠ 1902/2009, ΑΠ 1379/2008 ΠοινΧρ ΝΘ, 459).
Περαιτέρω στο άρθρο 4 του νόμου για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, όπως αυτό τροποποιήθηκε λίαν προσφάτως με το άρθρο 3 του Ν. 4734/2020, ορίζονται οι εγκληματικές δραστηριότητες και τα συναφή βασικά αδικήματα, στο δε στοιχείο ιστ΄ αυτού περιλαμβάνονται τα αδικήματα της φοροδιαφυγής που προβλέπονται στο άρθρο 66 του Ν. 4174/2013 με την εξαίρεση του πρώτου εδαφίου της παρ. 5.
Έτι περαιτέρω στην διάταξη του άρθρου. 66 παρ. 5 εδ. α΄ του ΚΦΔ, όπως αυτός τροποποιήθηκε με τον Ν. 4337/2015, προβλέπεται, ότι «Όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τριών (3) μηνών, εκτός και αν τα φορολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν για την διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 έως 4, οπότε ο δράστης τιμωρείται μόνο για την τελευταία ως αυτουργός ή συμμέτοχος».
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, από την ίδια τη διατύπωση του άρθρου προκύπτει ότι ο δράστης των πράξεων της παρ. 5 του άρ. 66 δεν υπέχει αυτοτελή ποινική ευθύνη για τις πράξεις αυτές, εν αντιθέσει με τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρ. 19 του προϊσχύσαντος Ν. 2523/1997, εφόσον αυτά τα στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη ή την υποστήριξη πράξεων φοροδιαφυγής, μεταξύ άλλων, στο ΦΠΑ. Ώστε, μετά τη νομοθετική τροποποίηση, τα εγκλήματα περί τα εικονικά τιμολόγια συρρέουν φαινομενικά με τα εγκλήματα φοροδιαφυγής στο ΦΠΑ, ένεκα εφαρμογής της αρχής της σιωπηρής επικουρικότητας.
Δεν μπορεί, εξάλλου, να υποστηριχθεί ότι στην περίπτωση της αποδοχής εικονικών περιουσιακών στοιχείων παράγεται πρόσφορη περιουσία προς νομιμοποίηση, η οποία συνίσταται στο ποσό του εκάστοτε ΦΠΑ που πράγματι αποκόμισε ο δράστης με την αναληθή εξίσωση εκροών και εισροών της επιχειρηματικής του δραστηριότητας, διότι το όφελος αυτό προέρχεται από τη σε μεταγενέστερο στάδιο ξεχωριστή τέλεση πράξης φοροδιαφυγής στο ΦΠΑ και όχι από την πράξη της αποδοχής του εικονικού τιμολογίου αυτή καθεαυτή.
Στην προκειμένη περίπτωση, κατόπιν μηνυτήριας αναφοράς του Προϊσταμένου της ΔΟΥ, ασκήθηκε ποινική δίωξη για αποδοχή εικονικών τιμολογίων, ωστόσο προέκυψε ότι με τα εν λόγω τιμολόγια χρησιμοποιήθηκαν προκειμένου να επιτευχθεί η παράνομη επιστροφή ΦΠΑ, για την οποία μάλιστα σχηματίσθηκε και σχετική δικογραφία.
Ως εκ τούτου και με δεδομένο ότι τα εικονικά φορολογικά στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη ή την υποστήριξη κάποιας από τις πράξεις των παραγράφων 1 έως 4 του άρ. 66 ΚΦΔ και συγκεκριμένα, για τη διάπραξη της πράξης της φοροδιαφυγής περί τον ΦΠΑ, δε μπορεί εν προκειμένω να θεμελιωθεί αντικειμενικά η πράξη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα.
Κατόπιν αυτών το Συμβούλιο κατέληξε ότι η αποδιδόμενη πράξη έχει καταστεί ανέγκλητη δεδομένου ότι τα εικονικά φορολογικά στοιχεία έχουν χρησιμοποιηθεί για τη διάπραξη της πράξης της παράνομης είσπραξης ΦΠΑ, σύμφωνα με το άρθρο 4 περ. στ΄ του Ν. 4557/2018 που αντικατέστησε το Ν. 3691/2008 και εν προκειμένω εφαρμόζεται ως επιεικέστερος, δυνάμει του άρ. 2 ΠΚ, σε συνδυασμό με το άρ. 66 παρ. 5 και 71 Ν. 4174/2013, ως τα άρθρα αυτά προστέθηκαν με το άρ. 8 του Ν. 4337/2015, γι’ αυτό και πρέπει να μην γίνει κατηγορία κατά του κατηγορουμένου.