Με τη λίαν προσφάτως εκδοθείσα απόφασή του της 25ης Φεβρουαρίου 2021 ΔΕΕ C-804/2019, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καλούμενο να κρίνει επί της εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 20-23 του Κανονισμού 1215/2012, σημείωσε, ότι οι διατάξεις αυτές έχουν την έννοια, ότι εφαρμόζονται σε αγωγή ασκηθείσα από εργαζόμενο, ο οποίος έχει την κατοικία του σε κράτος μέλος κατά του εργοδότη του που έχει την κατοικία του σε άλλο κράτος μέλος, στην περίπτωση κατά την οποία η σύμβαση εργασίας αποτέλεσε αντικείμενο διαπραγμάτευσης, μολονότι η εργασία αυτή ουδέποτε παρασχέθηκε. Επιπλέον το ΔΕΕ επιβεβαίωσε τη μέχρι τώρα επιδοκιμαστέα νομολογία του, ότι εφόσον καλούνται σε εφαρμογή οι ενιαίοι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπει ο Κανονισμός 1215/2012, οι κανόνες αυτοί υπερισχύουν των εθνικών κανόνων διεθνούς δικαιοδοσίας, χωρίς να επηρεάζει το γεγονός, ότι οι τελευταίοι είναι στην πραγματικότητα ευνοϊκότεροι για τον εργαζόμενο.
Καταληκτικά, το δικαστήριο του Λουξεμβούργου με την σχολιαζόμενη απόφαση του αντιμετώπισε το ζήτημα της έννοιας του «τόπου στον οποίο ή από τον οποίο ο εργαζόμενος συνήθως εκτελεί την εργασία του» στο πλαίσιο της εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 21, παρ. 1, περ. β΄, στοιχ. i του Κανονισμού Βρυξέλλες Ια (1215/2012). Ειδικότερα στην περίπτωση που η συμφωνηθείσα εργασία δεν παρασχέθηκε ποτέ, ενώ παράλληλα υπενθύμισε την επιφύλαξη που τάσσεται στο άρθρο 20 του Κανονισμού 1215/2012 σχετικά με την προβλεπόμενη στο άρθρο 7 παρ. 5 ειδική συντρέχουσα δικαιοδοτική βάση.
Για τον αναλυτικό σχολιασμό της ΔΕΕ (C-804/2019) δείτε τις παρατηρήσεις της Έλλης Θανασενάρη στο Περιοδικό ΕφΑΔΠολΔ (5/2021, 659-662): https://www.nb.org/efarmoges-astikoy-dikaioy-astikoy-dikonomikoy-dikaioy.html