Η εκτέλεση αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης και δη στις ναυτικές διαφορές αποτελεί συχνό φαινόμενο, δεδομένου ότι τα μέρη (κυρίως μεγάλες εμπορικές εταιρίες) συχνά καταλήγουν συμβατικά στην επιλογή της ρήτρας διαιτησίας.
Η διαιτησία, ως συμβατικά επιλεγμένη δεσμευτική εκδίκαση ορισμένης διαφοράς από διαιτητές, αντί των κρατικών δικαστηρίων, είναι ιδιαίτερη μορφή οργάνωσης, ακολουθητέας διαδικασίας και απαιτούμενων δικονομικών προϋποθέσεων για την παροχή δικαστικής προστασίας, με την έννοια ότι η προστασία αυτή δεν παρέχεται από κρατικά δικαστήρια, αλλά κατά την ελεύθερη επιλογή των διαδίκων από όργανα ή πρόσωπα της εκλογής τους. Η σχέση της διαιτησίας προς την τακτική δικαιοσύνη, υπό την ισχύ του ΚΠολΔ, διαμορφώθηκε ως σχέση δύο παράλληλων δικαιοδοτικών τάξεων, που αποκλείονται αμοιβαία[1].
Από τις διατάξεις των άρθρων 867, 868, 869 ΚΠολΔ συνάγεται, ότι στη συμφωνία περί διαιτησίας, η οποία διακρίνεται από τη βασική σύμβαση, από την οποία προέκυψε η διαφορά, μπορούν με συμφωνία να υπαχθούν οι αξιώσεις, που γεννώνται αμέσως από τη σύμβαση, είτε ανάγονται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις και των συμβαλλομένων, είτε στην ερμηνεία των συμβάσεων. Στη διαιτητική συμφωνία υπάγονται, επίσης, αξιώσεις, που μπορούν να προκύψουν και για τα δύο μέρη από σχέσεις, πράξεις ή παραλείψεις, σε περίπτωση δε που το δικαστήριο διαπιστώσει κενό ή ασάφεια σχετικά με τις περιεχόμενες στη διαιτητική συμφωνία διαφορές οφείλει να προσφύγει στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, για να κριθεί, αν η συγκεκριμένη διαφορά έχει υπαχθεί στη διαιτησία. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 867, 868 και 870 ΚΠολΔ συνάγεται, ότι η συμφωνία περί διαιτησίας είναι αυτοτελής και διακρίνεται από την κύρια ουσιαστικού χαρακτήρα σύμβαση, στην οποία αναφέρεται, έστω και να ενσωματώνεται στο ίδιο κείμενο, με συνέπεια, αν δεν συνάγεται το αντίθετο, το κύρος αυτής να μην εξαρτάται από το κύρος της κύριας σύμβασης και, επομένως η κρίση για την εγκυρότητα της κυρίας συμβάσεως ανήκει καταρχήν στην εξουσία των διαιτητών[2].
Η συμφωνία των μερών για το εφαρμοστέο στη διαιτητική συμφωνία δίκαιο μπορεί να είναι ρητή ή και σιωπηρή, συναγόμενη από συγκεκριμένες βουλητικές ενδείξεις, όπως προπάντων είναι η επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου για την ουσία της διαφοράς ή ο συμφωνημένος τόπος διεξαγωγής της διαιτησίας. Η διαιτητική δίκη στηρίζεται στη διαιτητική συμφωνία, όχι μόνον κατά τα αντικειμενικά, αλλά και κατά τα υποκειμενικά της όρια. Τα υποκειμενικά όρια της διαιτητικής συμφωνίας δεν καθορίζονται στο νόμο. Από τη φύση της ως συναλλάγματος, η συμφωνία διαιτησίας δεν μπορεί παρά να αναπτύσσει σχετική ενέργεια, δεσμεύει μόνον τα πρόσωπα, που την υπέγραψαν, καθώς και τα ταυτιζόμενα ουσιαστικά μ’ αυτά. Τρίτοι δεν δεσμεύονται, κατ’ αρχάς, από τη σχετική συμφωνία)[3], ακόμη και όταν ευθύνονται εις ολόκληρον (ΑΚ 480 επ) μ’ ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη. Δεδομένου, όμως, ότι η διαιτητική συμφωνία αναπτύσσει και δικονομικές ενέργειες (αποκλείει τη φυσική δικαιοδοσία των κρατικών δικαστηρίων), η μέθεξη και των δικονομικών ρυθμίσεων αποτελεί, ενίοτε, αποφασιστικής σημασίας παράγοντα για τη χάραξη των υποκειμενικών ορίων της εμβέλειάς της[4]. Επομένως, καταλαμβάνονται από τα όρια αυτά, μεταξύ άλλων, οι τρίτοι, των οποίων οι έννομες θέσεις ταυτίζονται με την έννομη θέση των συμβληθέντων στη διαιτητική συμφωνία.
Περαιτέρω, με το άρθρ. 1 του ν. 2735/1999, με τον οποίο υιοθετήθηκε, με μικρές διαφοροποιήσεις, ο Πρότυπος Νόμος, που κατάρτισε η Επιτροπή του Ο.Η.Ε. για το Δίκαιο του Διεθνούς Εμπορίου (UNCITRAL), τίθενται τα κριτήρια για το χαρακτηρισμό μιας διαιτησίας ως διεθνούς και ορίζεται ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται στη διεθνή εμπορική διαιτησία, εφόσον ο τόπος της βρίσκεται στην ελληνική επικράτεια, με μόνη επιφύλαξη αυτή των άρθρων 8, 9 και 36 του ίδιου νόμου, που έχουν γενική εφαρμογή, δηλαδή εφαρμόζονται από τα ελληνικά δικαστήρια σε κάθε περίπτωση, που αυτά καλούνται να δικάσουν διαφορά, για την οποία έχει συμφωνηθεί η διαιτητική επίλυσή της, έστω και αν η διαιτησία ορίστηκε να διεξαχθεί εκτός της ελληνικής επικράτειας[5]. Εξάλλου, κατά το άρθρ. 8§1 του ως άνω Ν. 2735/1999, “το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ασκείται αγωγή σε υπόθεση για την οποία υπάρχει συμφωνία διαιτησίας, παραπέμπει την υπόθεση στη διαιτησία μετά από αίτημα ενός από τους διαδίκους, εφόσον αυτό υποβάλλεται κατά την πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο, εκτός αν το δικαστήριο διαπιστώσει ότι η συμφωνία διαιτησίας είναι άκυρη, ανενεργός ή μη επιδεκτική εφαρμογής”. ΄Ομοια είναι και η διάταξη του άρθρ. 2§3 της Σύμβασης της Νέας Υόρκης “περί αναγνωρίσεως και εκτελέσεως των αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων”, σύμφωνα με την οποία “το δικαστήριο ενός των συμβαλλομένων κρατών, επιλαμβανόμενον αγωγής επί θέματος, ως προς το οποίον τα μέρη έχουν συνάψει συμφωνία εν τη έννοια του παρόντος άρθρου (δηλαδή περί διαιτησίας), θα παραπέμπει τα μέρη εις διαιτησίαν, τη αιτήσει ενός εξ αυτών, εκτός αν διαπιστώνει ότι η εν λόγω συμφωνία είναι άκυρος, ανενεργός ή μη δεκτική εφαρμογής”. Αντίστοιχα ορίζουν και οι διατάξεις των άρθρ. 263 περ. β΄ και 264 εδ. α΄ ΚΠολΔ, οι οποίες, ως δικονομικές, εφαρμόζονται σε κάθε διαιτησία με forum την Ελλάδα, δηλαδή ακόμη και όταν η όλη διαιτησία διέπεται από διατάξεις αλλοδαπού δικαίου, κατά την (πρώτη) συζήτηση της υπόθεσης προτείνεται, με ποινή διαφορετικά απαραδέκτου, η υπαγωγή της διαφοράς σε διαιτησία, στην οποία, ακολούθως, το δικαστήριο παραπέμπει την υπόθεση, ενώ αν η διαιτησία συμφωνηθεί αργότερα, ορίζουν οι δικονομικές, επίσης, διατάξεις του άρθρ. 870 ΚΠολΔ ότι η υπαγωγή της υπόθεσης στη διαιτησία πρέπει να προτείνεται κατά τη συζήτηση, μετά τη συνομολόγηση της συμφωνίας, διαφορετικά είναι και πάλι απαράδεκτη[6].
Περαιτέρω με το άρθρο πρώτο του Ν.Δ/τος 4220/1961 κυρώθηκε η από 10-6-1958 Διεθνής Σύμβαση που υπογράφηκε στην Ν. Υόρκη Η.Π.Α. και αφορά την αναγνώριση και την εκτέλεση των αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων. Η σύμβαση αυτή, η οποία ισχύει από 14-10-1962, υπερέχει, κατά το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, της ρύθμισης των άρθρων 903, 905 και 906 ΚΠολΔ. Στο άρθρο 3 της πιο πάνω Διεθνούς Σύμβασης, ώστε αυτή αποτελεί πλέον εσωτερικό δίκαιο αυτού του Κράτους, ορίζεται ότι κάθε συμβαλλόμενο κράτος (μεταξύ των οποίων είναι και η Μεγάλη Βρετανία) θ’ αναγνωρίζει το κύρος διαιτητικής απόφασης και θα επιτρέπει την εκτέλεση, σύμφωνα με τους δικονομικούς κανόνες που ακολουθούνται στο έδαφος, όπου γίνεται η επίκληση της απόφασης και με τις προϋποθέσεις που αναγράφονται στα επόμενα άρθρα. Σε κάθε περίπτωση, δεν θα επιβάλλονται, για την αναγνώριση ή εκτέλεση των διαιτητικών αποφάσεων στις οποίες εφαρμόζεται η παρούσα σύμβαση, προϋποθέσεις που είναι αισθητά αυστηρότερες, ούτε δικαστικά έξοδα που είναι αισθητά ανώτερα από εκείνα, τα οποία επιβάλλονται για την αναγνώριση ή εκτέλεση ημεδαπών διαιτητικών αποφάσεων.
Έτι περαιτέρω, από το άρθρο 4 της ίδιας ως άνω Σύμβασης προκύπτει ότι το μέρος εκείνο, το οποίο ζητεί την αναγνώριση και εκτέλεση, πρέπει να προσκομίσει, ταυτόχρονα με την αίτηση: α) το πρωτότυπο της απόφασης δεόντως βεβαιωμένο ή αντίγραφο του πρωτοτύπου αυτού, που να περιέχει τις προϋποθέσεις, οι οποίες απαιτούνται για την αυθεντικότητά του και β) το πρωτότυπο της συμφωνίας που προβλέπεται από το άρθρο 2 (περί υποβολής των μερών σε διαιτησία), ή αντίγραφο, που να περιλαμβάνει τις προϋποθέσεις, οι οποίες απαιτούνται για την αυθεντικότητά του. Με το άρθρο 5 ορίζεται ότι η αναγνώριση και εκτέλεση της απόφασης μπορεί ν’ απορριφθεί μόνο με αίτηση του μέρους, εναντίον του οποίου γίνεται η επίκληση αυτής, εφόσον το μέρος προσκομίζει στην αρμόδια αρχή της χώρας, όπου ζητείται η αναγνώριση και εκτέλεση, την απόδειξη ότι: α) τα μέρη που συνήψαν τη συμφωνία διαιτησίας ήταν ανίκανα ή ότι η συμφωνία αυτή είναι ανίσχυρη κατά το δίκαιο της χώρας, όπου εκδόθηκε η απόφαση, β) ότι το μέρος, εναντίον του οποίου γίνεται η επίκληση της διαιτητικής απόφασης, δεν ήταν κανονικά πληροφορημένο σχετικά με τον ορισμό του διαιτητή ή τη διαδικασία της διαιτησίας ή του ήταν για άλλο λόγο αδύνατη η χρήση των μέσων που είχε στη διάθεσή του, γ) ότι η απόφαση αναφέρεται σε διαφορά, μη προβλεπόμενη από το συνυποσχετικό ή μη περιλαμβανόμενη στη διαιτητική ρήτρα ή ότι περιέχει διατάξεις, που βρίσκονται έξω από το συνυποσχετικό ή τη διαιτητική ρήτρα, δ) ότι η συγκρότηση του διαιτητικού δικαστηρίου ή η διαιτητική διαδικασία δεν ήταν σύμφωνη προς τη συμφωνία των μερών ή, αν δεν υπήρχε τέτοια συμφωνία, προς το δίκαιο της χώρας όπου διεξήχθη η διαιτησία και ε) ότι η απόφαση δεν έχει ακόμη γίνει δεσμευτική για τα μέρη ή έχει ακυρωθεί ή ανασταλεί από την αρμόδια αρχή της χώρας, κατά το δίκαιο της οποίας εκδόθηκε.
Επίσης, η κήρυξη της διαιτητικής απόφασης μπορεί να αποκρουστεί: α) αν το αντικείμενο της διαφοράς δεν είναι, κατά το δίκαιο της χώρας όπου ζητείται η κήρυξη της απόφασης εκτελεστής, δεκτικό υπαγωγής σε διαιτησία και β) αν η εκτέλεση θα αντέβαινε προς τη δημόσια τάξη της χώρας αυτής (άρθρο 5 παρ. 2 του ν. 4220/1961). Μεταξύ δε των προϋποθέσεων που ελέγχονται, προκειμένου να κηρυχθεί εκτελεστή η αλλοδαπή διαιτητική απόφαση, δεν συμπεριλαμβάνεται και το αν αυτή είναι νομικά ορθή[7]. Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις συνάγεται ότι, με εξαίρεση τις αμέσως προαναφερόμενες περιπτώσεις με στοιχ. α και β της παρ. 2 του άρθρου 5, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της αίτησης για την κήρυξη εκτελεστής αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης δεν ερευνά αυτεπάγγελτα λόγους, για τους οποίους θα πρέπει το ίδιο ν’ αρνηθεί την εκτέλεση της απόφασης, αλλά απαιτείται εκείνος, κατά του οποίου γίνεται η επίκληση της απόφασης, να προτείνει και να αποδείξει τα γεγονότα εκείνα, τα οποία παρέχουν στο δικαστήριο τη δυνατότητα ή του επιβάλλουν την υποχρέωση ν’ αρνηθεί την κήρυξη εκτελεστής της διαιτητικής απόφασης[8].
Περαιτέρω σε σχέση με τις θαλάσσιες μεταφορές πρέπει να σημειωθεί, ότι οι ρήτρες, που καταχωρίζονται ή περιλαμβάνονται στους έντυπους όρους της φορτωτικής, η οποία είναι δικαιόγραφο σε διαταγή (αρ. 168 έως 178 ΚΙΝΑ και αρ. 78 ν.δ. της 17.07.1923), όπως και η ρήτρα περί διαιτησίας, κατά την οποία οποιαδήποτε διαφορά προερχόμενη από τη σύμβαση ναυλώσεως και που γι αυτήν εκδόθηκε η φορτωτική, θα επιλύεται διαιτητικώς, κατ’ αποκλεισμό οιασδήποτε άλλης δικαιοδοσίας, είναι ισχυρές και δεσμεύουν, όχι μόνον τους συμβαλλομένους, αλλά και τον παραλήπτη της και κάθε επόμενο κομιστή της φορτωτικής αυτής, ακόμη δε και το ναυλωτή – φορτωτή άμα τη εκδόσει της, έστω και αν η τελευταία δεν υπογράφηκε υπό τούτων. Εξάλλου, ο παραλήπτης φορτίου και κομιστής της φορτωτικής δεσμεύεται από τους όρους του ναυλοσύμφωνου, αν στη φορτωτική έγινε ρητή παραπομπή σε αυτούς.
Σημειωτέον, ότι η ρητή παραπομπή δεν απαιτείται στις φορτωτικές, που χρησιμοποιούνται μαζί με τα ναυλοσύμφωνα, «φορτωτικές ναυλοσύμφωνου Congenbill». Η χρησιμοποίηση των φορτωτικών αυτών δημιουργεί τεκμήριο ότι ο κομιστής έλαβε γνώση των όρων του ναυλοσυμφώνου. Η συνομολόγηση διαιτησίας, σύμφωνα με τις συνήθειες του διεθνούς εμπορίου, δεν επιβαρύνει τους συμβαλλόμενους και δεν θέτει σε κίνδυνο τα συμφέροντά τους, ακόμα και αν ο τόπος διεξαγωγής της δεν παρουσιάζει σύνδεσμο με την επίδικη υπόθεση. Άλλωστε, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρ. 170 ΚΙΝΔ, 78 παρ. 2 ν.δ. της 17.7/13.8.1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών» και 892 Α.Κ., συνάγεται ότι ο παραλήπτης του φορτίου και κομιστής της φορτωτικής σε διαταγή ασκεί εξ ιδίου δικαίου τις απαιτήσεις του κατά του θαλάσσιου μεταφορέα για έλλειμμα ή βλάβη του φορτίου και δεν δεσμεύεται για αυτό από τους όρους του ναυλοσύμφωνου, που συμφωνήθηκαν μεταξύ εκναυλωτή και ναυλωτή ή φορτωτή, εκτός αν οι όροι αυτοί προσήκουν και στις σχέσεις μεταφορέα και παραλήπτη και έγινε με φορτωτική ρητή και ευκρινής παραπομπή σε ειδικές ρήτρες του ναυλοσύμφωνου (μεταξύ των οποίων και ρήτρα διαιτησίας), ερμηνευόμενη κατ` αντικειμενική κρίση και σύμφωνα με τα συναλλακτικά ήθη[9].
Ειδική και ρητή, όμως, παραπομπή στις συγκεκριμένες ρήτρες του ναυλοσύμφωνου δεν απαιτείται όταν πρόκειται για φορτωτικές, οι οποίες στις συναλλαγές χρησιμοποιούνται μαζί με τα ναυλοσύμφωνα, δηλαδή όταν πρόκειται για φορτωτικές, οι οποίες είναι γνωστές στις ναυτιλιακές συναλλαγές με την κωδική ονομασία «Congenbill». Οι φορτωτικές αυτές, που αποκαλούνται και φορτωτικές ναυλοσύμφωνου (Charter – party bills), περιέχουν λίγους όρους και ενσωματώνουν κατά τα λοιπά όλους τους όρους του ναυλοσύμφωνου. Στην περίπτωση αυτή, η ρητή παραπομπή σε κάθε μία επιμέρους ρήτρα θα ήταν άσκοπη και περιττή, με την προϋπόθεση, όμως, ότι ο κομιστής της φορτωτικής είχε πράγματι τη δυνατότητα να λάβει γνώση των όρων του ναυλοσύμφωνου[10].
Συνεπώς, η ρήτρα αυτή περί αλλοδαπούς διεθνούς διαιτησίας επί φορτωτικής τύπου «Congebill», είναι σαφής, ειδική και γνωστή στη διεθνή ναυτιλιακή πρακτική, οπότε είναι έγκυρη και ισχυρή, σύμφωνα με το δίκαιο, στο οποίο τα μέρη την υπήγαγαν. Υπό την προϋπόθεση όμως, ότι καταρτίσθηκε εγγράφως, περιέχει το ελάχιστο ουσιαστικό περιεχόμενο, που απαιτεί ο νόμος περί διαιτησίας, αναφέρεται ο τόπος στον οποίο τα μέρη συμφώνησαν να διεξαχθεί η διαιτησία, το εφαρμοστέο δίκαιο και τη διαιτητική επίλυση της διαφοράς και δεν αντίκειται δε σε κανόνες δημόσιας τάξης[11].
Επομένως από τα παραπάνω προκύπτει ότι σε περίπτωση ύπαρξης ρήτρας διαιτησίας της παραπάνω ρήτρας επί φορτωτικής τύπου «Congebill» αρμόδιο για την επίλυση τυχόν προκύπτουσας διαφοράς είναι το διαιτητικό Δικαστήριο και όχι τα τακτικά Δικαστήρια, καθώς αυτά αυτό στερούνται δικαιοδοσίας για την εκδίκαση της υπόθεσης. Η δε διαιτητική απόφαση που θα εκδοθεί θα είναι δεσμευτική για τα μέρη και εφόσον συντρέχουν οι προπαρατεθείσες προϋποθέσεις που θέτει η από 10 Ιουνίου 1958 Σύμβαση της Νέας Υόρκης «για την αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπών διαιτητικών αποφάσεων» θα δύναται να εκτελεστεί στην ημεδαπή.
Τέλος να σημειωθεί ότι η υπαγωγή της υπόθεσης σε διαιτησίας δεν καθιστά την αγωγή απορριπτέα ως απαράδεκτη, κατ’ άρθρο 4 ΚΠολΔ, αλλά έχει ως δικονομικό αποτέλεσμα τη παραπομπή της υπόθεσης[12].
[1] Βλ. ενδ. ΟλΑΠ 14/2015, ΑΠ 1281/2019, ΑΠ 292/2018.
[2] ΑΠ 1281/2019 ό.π.
[3] Βλ. σχετ. Γνωμοδότηση Ν. Νίκα, Διαιτησία και κάμψη της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου της θυγατρικής εταιρίας, Αρμ. 2018 σελ. 1050 (1052), Καργάδος, ΝοΒ 1977.1421, 1428.
[4] Στ. Κουσούλης, Δίκαιο Διαιτησίας, 2006, § 5 αριθ. 42.
[5] Πρβλ. Ν. 2735/1999 άρθρο 7 κατά το οποίο: «Συμφωνία διαιτησίας είναι η συμφωνία με την οποία τα μέρη υπάγουν σε διαιτησία όλες τις διαφορές ή ορισμένες διαφορές που έχουν προκύψει ή ενδέχεται να προκύψουν μεταξύ τους από μια έννομη σχέση, συμβατική ή μη συμβατική. Η συμφωνία διαιτησίας μπορεί να έχει τη μορφή διαιτητικής ρήτρας σε ορισμένη σύμβαση ή τη μορφή χωριστής συμφωνίας. Η συμφωνία διαιτησίας είναι γραπτή και μπορεί να περιέχεται σε έγγραφο που έχει υπογραφεί από τα μέρη ή σε ανταλλαγή επιστολών, τηλετυπημάτων, τηλεγραφημάτων ή άλλων μέσων τηλεπικοινωνίας που καταγράφουν τη συμφωνία. Συμφωνία γραπτή, επίσης, θεωρείται ότι υπάρχει όταν το ένα μέρος επικαλείται την ύπαρξη συμφωνίας διαιτησίας σε δικόγραφο και το άλλο δεν αντιλέγει. Ο τύπος θεωρείται ότι έχει εκπληρωθεί εφόσον προφορική συμφωνία διαιτησίας καταγράφεται σε έγγραφο, το οποίο διαβιβάστηκε από το ένα μέρος στο άλλο ή από τρίτον σε όλα τα μέρη, το δε περιεχόμενο του εγγράφου, για το οποίο δεν προβλήθηκαν αντιρρήσεις σε εύλογο χρονικό διάστημα, μπορεί, σύμφωνα με τα συναλλακτικά ήθη, να θεωρηθεί ως περιεχόμενο της σύμβασης.Ρήτρα διαιτησίας καταρτίζεται επίσης όταν σε γραπτή σύμβαση γίνεται αναφορά σε έγγραφο που περιλαμβάνει ρήτρα διαιτησίας, υπό τον όρο ότι η αναφορά αυτή καθιστά τη ρήτρα μέρος της σύμβασης. Η έκδοση φορτωτικής, στην οποία γίνεται ρητή αναφορά σε ρήτρα διαιτησίας, που περιέχεται σε σύμβαση μεταφοράς, συνιστά συμφωνία διαιτησίας Η έλλειψη τύπου θεραπεύεται αν τα μέρη μετάσχουν ανεπιφύλακτα στη διαιτητική διαδικασία».
[6] Βλ. ενδ. ΑΠ 1219/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 45/2013 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 669/2019 ΤΝΠ Νόμος.
[8] Βλ. ενδ. ΑΠ 1066/2007 δημ στη ΤΝΠ Νόμος.
[9] Βλ. ΟλΑΠ 8/1996 ΕλλΔ 37, 1052 και ΕΝΔ 24, 448, ΟλΑΠ 236/1966 ΝοΒ 14, 1111, ΑΠ 1306/2009 Δημ. Νόμος
[10] Εφ.Πειρ. 585/2020
[11] Βλ. σχετ. Α. Αντάπαση, Λ. Αθανασίου, Ναυτικό Δίκαιο, έκδ. 2020, σελ. 603 επ., 606
[12] Βλ. ενδ. ΟλΑΠ 16/2002 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1932/2006 ΤΝΠ Νόμος.