Μια ακόμη απόφαση, η οποία εκδόθηκε από το Πρωτοδικείο Αθηνών έρχεται να προστεθεί σε εκείνες τις αποφάσεις που παίρνουν την «σκυτάλη» για την υποχρέωση των παππούδων στην διατροφή των ανήλικων τέκνων σε περίπτωση που μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης οι γονείς του δεν έχουν τη δυνατότητα να διασφαλίσουν τα αναγκαία έξοδα για τη διατροφή του και την εν γένει συντήρησή του.
Ειδικότερα σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1489 παρ. 1 ΑΚ, όπως ισχύει μετά τον ν. 1329/1983 «αν δεν υπάρχουν κατιόντες υποχρέωση διατροφής έχουν οι πλησιέστεροι ανιόντες που ενέχονται σε ίσα μέρη, αν είναι περισσότεροι στον ίδιο αριθμό».
Βάσει της διατάξεως αυτής, εάν δεν υπάρχουν κατιόντες, υπόχρεοι για διατροφή κατά σειρά είναι οι γονείς του δικαιούχου. Εφόσον δεν υπάρχουν γονείς, βαρύνονται με υποχρέωση διατροφής οι πάπποι και οι μάμμαι από πατρική ή μητρική γραμμή και εν συνεχεία οι προπάπποι και οι προμμάμμαι από πατρική και μητρική γραμμή. Η υποχρέωσή τους είναι κατ ίσα μέρη, αν πρόκειται για περισσότερους υποχρέους στον ίδιο βαθμό, αδιάφορα αν πρόκειται για πατρική ή μητρική γραμμή. Δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι ο ένας εξ αυτών είναι πιο εύπορος από τον άλλο (Ροϊλού, Οικ. Δίκ., άρθρο 1480, σελ. 108, Μπαλή, Οικ. Δ., παρ. 133, σελ. 278).
Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 1490 ΑΚ : «Αν ένας από τους ανιόντες ή τους κατιόντες δεν είναι σε θέση να δώσει διατροφή, η υποχρέωση βαρύνει εκείνον που είναι υπόχρεος ύστερα από αυτόν. Το ίδιο ισχύει και όταν για πραγματικούς ή νομικούς λόγους είναι αδύνατη ή ιδιαίτερα δυσχερής η δικαστική επιδίωξη στην ημεδαπή εναντίον εκείνου που έχει την υποχρέωση». Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται όχι μόνο όταν όσοι ανήκουν στον προηγούμενο βαθμό και είναι υπόχρεοι δεν έχουν οικονομική δυνατότητα να παράσχουν διατροφή στο σύνολο ή μερικώς, αλλά και όταν αποδεικνύεται ότι και εκ της ίδιας γραμμής μόνο ο ένας ή μερικοί έχουν οικονομική δυνατότητα, ο δε άλλος ή ενδεχόμενα οι περισσότεροι είναι άποροι ή βρίσκονται σε οικονομική αδυναμία να καταβάλουν διατροφή.
Το ως άνω άρθρο 1490 ΑΚ καθιερώνει την ευθύνη για διατροφή υπό μορφή διαδοχική και όχι παράλληλη ή σύγχρονη. Καταρχήν θα προσδιορισθεί ο κατά νόμο υπόχρεος. Εφόσον, εξ αρχής, είναι βέβαιο ότι ο κατά πρώτο λόγο υπόχρεος δεν έχει οικονομική δυνατότητα, είναι επιτρεπτό να εγερθεί αγωγή απευθείας κατά του σε δεύτερο βαθμό ευθυνόμενο, αφού κατά την εκδίκαση της αγωγής θα κριθεί ότι ο αρχικός υπόχρεος δεν μπορεί να καταβάλει διατροφή. Εξάλλου, ο δικαιούχος της διατροφής, όταν διαπιστώσει ότι δεν μπορεί να στραφεί κατά του υποχρέου κατά πρώτο λόγο, συνεπεία πραγματικών ή νομικών λόγων, έχει το δικαίωμα να στραφεί κατά του ευθυνομένου κατά δεύτερο λόγο (1490 εδ. β΄ ΑΚ, ΕφΘεσ 286/2001 Αρμ. 2001,923).
Σύμφωνα μάλιστα με το άρθρο 1493 του ΑΚ, το μέτρο της διατροφής προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής του (ανάλογη διατροφή), ενώ το περιεχόμενο της διατροφής αποτελούν όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση του δικαιούχου και επιπλέον τα έξοδα για την ανατροφή, καθώς και την επαγγελματική και την εν γένει εκπαίδευση του. Ως μέτρο της διατροφής νοείται ο βαθμός και το επίπεδο στο οποίο ικανοποιούνται οι ανάγκες του δικαιούχου. Ο προσδιορισμός του μέτρου της διατροφής γίνεται από τις ανάγκες που προκύπτουν από τις συνθήκες του δικαιούχου. Αναζητείται δηλαδή το επίπεδο διαβίωσης που αρμόζει στο δικαιούχο, ανάλογα με την ηλικία του, την υγεία του, τις ικανότητες ή κλίσεις του κλπ. Προκειμένου για ανήλικο τέκνο, για να καλυφθούν οι συνθήκες της ζωής του, συνεκτιμώνται και οι συνθήκες της ζωής των υπόχρεων γονέων του και συνεπώς και οι οικονομικές τους δυνατότητες. Εάν βέβαια οι οικονομικές δυνάμεις των γονέων του δεν επαρκούν για την ικανοποίηση των αναγκών που προκύπτουν από την ηλικία του, τις ικανότητες, τις κλίσεις και τη σύμφωνη με αυτές εκπαίδευση που απαιτείται για την αποκατάσταση του τέκνου, η υποχρέωση των γονέων του θα περιορίζεται στο ύψος που αντιστοιχεί στις κατώτερες δυνάμεις τους. Στην περίπτωση αυτή δεν αποκλείεται να ανακύπτει συμπληρωματικά η υποχρέωση των παππούδων στην διατροφή των ανήλικων τέκνων.
Ωστόσο, δεν πρέπει να επιδιώκεται η ικανοποίηση παράλογων ή απλώς υπερβολικών απαιτήσεων και το επίπεδο διαβίωσης το οποίο αρμόζει στο ανήλικο τέκνο δεν θα προσδιοριστεί από τις ενδεχόμενες μεγάλες οικονομικές δυνάμεις των παππούδων του και των γιαγιάδων του ή ορισμένων από αυτούς, αλλά καταρχήν από την εκτίμηση του επιπέδου ζωής των γονέων του. Έτσι, δεν θα ικανοποιηθούν απαιτήσεις για φοίτηση σε ακριβά ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, όταν οι ανάλογες με τις κλίσεις και τις ικανότητες του τέκνου ανάγκες μόρφωσης και απόκτησης επιστημονικών ή επαγγελματικών εφοδίων μπορούν εξίσου καλά να καλυφθούν με τη φοίτηση σε δημόσια εκπαιδευτήρια, και οι δυνάμεις των γονέων του δεν επαρκούν για την αντιμετώπιση τέτοιας δαπανηρής εκπαίδευσης, έστω και αν οι σχετικές δαπάνες μπορούν να αντιμετωπισθούν από τις δυνάμεις των παππούδων και γιαγιάδων (βλ. ΑΠ 520/1995, ΑΠ 1439/1990, ΕφΑθ 10762/1997, ΕφΑθ 4902/1995, ΕφΑθ .6077/1994, Ισμ. Ανδρουλιδάκη-Δημητριάδη, στον ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, άρθρο 1493 αριθμ. 68 έως 77, Ε. Κουνουγέρη-Μανωλεδάκη, Οικογενειακό Δίκαιο II, Β` έκδοση, σελ. 140).