Απάτη επί Δικαστηρίου – Απόπειρα στην Τακτική Διαδικασία

Η απάτη επί δικαστηρίου

Η απάτη επί δικαστηρίου δεν είναι θεωρητικό σχήμα· απασχολεί την πράξη με αυξανόμενη ένταση, ιδίως σε αστικές και εμπορικές διαφορές όπου οι οικονομικές αξιώσεις είναι υψηλές. Από το πώς θα χαρακτηριστεί μια συγκεκριμένη ενέργεια εξαρτάται αν ο διάδικος θα βρεθεί αντιμέτωπος όχι μόνο με αστικές συνέπειες, αλλά και με ποινικές ευθύνες. Στον πυρήνα της βρίσκεται η προσπάθεια ενός διαδίκου να παραπλανήσει το δικαστήριο ώστε να επιτύχει μια ευνοϊκή απόφαση.

Για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της απάτης επί δικαστηρίου η κρατούσα νομολογία  απαιτεί—πέρα από ψευδείς ισχυρισμούς—και επίκληση ψευδών αποδεικτικών μέσων (πλαστά ή ψευδή ως προς το περιεχόμενο). Ψευδείς ισχυρισμοί χωρίς ψευδή αποδεικτικά, καθεαυτοί, δεν αρκούν ούτε για την για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος υπό την μορφή απόπειρας απόπειρα.

Η απόπειρα απάτης επί δικαστηρίου

Η ακριβής στιγμή κατά την οποία μια δικονομική ενέργεια μετατρέπεται από απλή προπαρασκευή σε «αρχή εκτέλεσης» δεν είναι πάντοτε εύκολο να προσδιοριστεί. Το ζήτημα αυτό δεν έχει μόνο θεωρητικό ενδιαφέρον για τους νομικούς, αλλά επηρεάζει άμεσα και τους διαδίκους, καθώς από την οριοθέτηση της αρχής εκτέλεσης εξαρτάται η στοιχειοθέτηση της απόπειρας της απάτης επί δικαστηρίου, η ευθύνη του δράστη και τελικά η έκβαση μιας ποινικής δίωξης.

Δεν είναι όλες οι ενέργειες ικανές να στοιχειοθετήσουν το έγκλημα της απάτης. Συχνά ο διάδικος περιορίζεται σε προπαρασκευαστικές ενέργειες (π.χ. σύνταξη προτάσεων). Για να γίνει λόγος για απόπειρα απάτης επί δικαστηρίου, πρέπει να φθάσουμε στο σημείο όπου η συμπεριφορά υπερβαίνει το στάδιο της προετοιμασίας και εισέρχεται στο πεδίο της εκτέλεσης. Εκεί εντοπίζεται και το κρίσιμο νομικό ερώτημα: πότε αρχίζει η «αρχή εκτέλεσης»;

Στο Ποινικό Δίκαιο, η αρχή εκτέλεσης είναι το σημείο εκείνο όπου η εγκληματική συμπεριφορά παύει να είναι προπαρασκευαστική και εντάσσεται στο στάδιο της απόπειρας, η οποία είναι αξιόποινη. Η οριοθέτηση αυτή αποκτά ιδιαίτερη σημασία στην απάτη επί δικαστηρίου, όπου οι πράξεις του δράστη εκδηλώνονται μέσα στη διαδικασία και αξιολογούνται υπό το πρίσμα των δικονομικών κανόνων.

Η αρχή εκτέλεσης της απόπειρας απάτης επί δικαστηρίου στην τακτική διαδικασία

Στην ισχύουσα τακτική διαδικασία, η διαδικασία διεξάγεται εγγράφως: προτάσεις, αποδεικτικά μέσα και προσθήκες κατατίθενται εντός αυστηρών προθεσμιών. Η συζήτηση στο ακροατήριο είναι, κατά κανόνα, «τυπική» και (συνήθως) χωρίς μάρτυρες. Κρίσιμη καμπή αποτελεί η πράξη ορισμού δικαστή/σύνθεσης (άρθρο 237 §6 ΚΠολΔ), που ακολουθεί το «κλείσιμο» του φακέλου.

Το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι πότε υπάρχει αρχή εκτέλεσης του αδικήματος της απόπειρας απάτης επί δικαστηρίου. Αν δηλαδή το «κλείσιμο» του φακέλου μετά την κατάθεση προτάσεων με ψευδείς ισχυρισμούς και ψευδή αποδεικτικά μέσα συνιστά απόπειρα του εγκλήματος της απάτης επί δικαστηρίου ή για την στοιχειοθέτηση του εν λόγω εγκλήματος θα πρέπει πρώτα να έχει οριστεί ο Δικαστής που θα κρίνει την υπόθεση, διότι τότε εξατομικεύεται το πρόσωπο του εξαπαντηθέντα.

Στην νομολογία έχουν διατυπωθεί και οι δύο απόψεις:

  • ΣυμβΑΠ 498/2025
    Στην απάτη επί δικαστηρίου κατά την τακτική διαδικασία η αρχή εκτέλεσης για τη θεμελίωση απόπειρας υπάρχει ήδη από την ολοκλήρωση των ενεργειών του διαδίκου μέχρι το «κλείσιμο» του φακέλου (κατάθεση προτάσεων/προσθήκης με επίκληση ψευδών αποδεικτικών), πριν ακόμη εξατομικευθεί συγκεκριμένος δικαστής· και αυτό διότι, από εκείνο το χρονικό σημείο και έπειτα, ο ορισμός δικαστή επιβάλλεται αναγκαίως εκ του νόμου για να προχωρήσει η υπόθεση στην (τυπική) συζήτηση. Άρα, από πλευράς δράστη, έχουν ήδη τελεσθεί όλες οι αναγκαίες πράξεις που, «κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων» και αν δεν μεσολαβήσουν απρόοπτα, οδηγούν άμεσα στην πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης. 
  • ΣυμβΠλημΑθ 1950/2025 & Μερίδα της θεωρίας
    Λόγω του επικοινωνιακού χαρακτήρα της απάτης (άρ. 386 ΠΚ), αρχή εκτέλεσης υπάρχει μόνο όταν ξεκινά πραγματική νοητική επικοινωνία με εξατομικευμένο αποδέκτη – δηλαδή με τον δικάζοντα δικαστή κατά τη συζήτηση της υπόθεσης. Έως τότε, οι ενέργειες του διαδίκου στη νέα έγγραφη τακτική διαδικασία (άρ. 237 ΚΠολΔ) —κατάθεση προτάσεων/προσθήκης και επίκληση εγγράφων, ακόμη και αν είναι ψευδή ή πλαστά— παραμένουν προπαρασκευαστικές και ατιμώρητες.

Συμπέρασμα

Η απάτη επί δικαστηρίου και ιδίως η απόπειρά της παραμένει ένα από τα πιο σύνθετα ζητήματα του ποινικού δικαίου, καθώς συνδυάζει στοιχεία ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου. Η νομολογία ταλαντεύεται ανάμεσα σε μια «ευρύτερη» προσέγγιση, που θεωρεί κρίσιμη την κατάθεση των προτάσεων και των αποδεικτικών μέσων, και σε μια «στενότερη», που μεταθέτει την αρχή εκτέλεσης στη συζήτηση της υπόθεσης, όταν πλέον εξατομικεύεται ο πλανώμενος δικαστής.

Καθοριστική σε αυτό το πλαίσιο είναι η έννοια της «αρχής εκτέλεσης», η οποία προσδιορίζει το σημείο εκείνο όπου μια συμπεριφορά παύει να αποτελεί ατιμώρητη προπαρασκευή και καθίσταται ποινικά κολάσιμη απόπειρα. Η σαφής διάκριση ανάμεσα στις προπαρασκευαστικές πράξεις, στην απόπειρα και στο τετελεσμένο έγκλημα παραμένει βασικός άξονας της ποινικής αξιολόγησης, διασφαλίζοντας αφενός την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης και αφετέρου τις θεμελιώδεις εγγυήσεις του κατηγορουμένου.

Στην Papatriantafyllou & Thanasenari, παρακολουθούμε στενά τις νομολογιακές εξελίξεις, μεταξύ άλλων και στα περιουσιακά εγκλήματα, με στόχο να συνδυάζουμε επιστημονική ακρίβεια και στρατηγική προσέγγιση στην εκπροσώπηση των εντολέων μας.